«In Greece ouzo and olives have given way to debt and downgrades…»
Περιοδικό Economist (01/01/2010)
Τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί μία έντονη κριτική γύρω από την οικονομική πολιτική της Ελλάδας και το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στα στάνταρ της Ο.Ν.Ε.. Μιλάμε φυσικά για την περιβόητη εφημερίδα των Financial Times που τον τελευταίο καιρό, έχει επιδοθεί σε μια ανελέητη κριτική απέναντι στην ελληνική οικονομία και κυρίως στην ικανότητά της να επιβιώσει μέσα στην Ο.Ν.Ε.. Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι, ποια συμφέροντα κρύβονται πίσω από την όλη συζήτηση και ποία η θέση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με όλες αυτές τις κατηγορίες; Γιατί για άλλη μια φορά η αδράνεια απέναντι σε αυτά τα δημοσιεύματα είναι η άριστη λύση για την κυβέρνηση; Και, τέλος, ποία η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε αυτό τον πόλεμο σχολίων απέναντι στην Ελλάδα;
Ας τα πιάσουμε όμως με την σειρά. Φυσικά, είναι γνωστό ότι ποτέ η Αγγλική κυβέρνηση και γενικότερα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχαν καλούς δεσμούς, οικονομικής φύσεως τουλάχιστον, με την Ελλάδα οπότε, εκ πρώτης όψεως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια πρωτοκλασάτη οικονομική εφημερίδα της Αγγλίας επιδίδεται σε μια σωρεία αρνητικών δημοσιευμάτων, σχετικά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας αλλά και με την χάραξη της εθνική μας οικονομικής πολιτικής. Ούτε έκπληξη αποτελεί και ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο γίνεται ο πόλεμος αυτός και πιο συγκεκριμένα κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Να σημειώσουμε εδώ, φυσικά, ότι η Αγγλία όχι μόνο δεν αποτελεί κοινοτικό εταίρο στην ευρωζώνη, αλλά αποτελεί και έναν από του πιο ισχυρούς πολέμιους του ΕΥΡΩ. Τα συμφέροντα λοιπόν που εξυπηρετούνται εδώ, μπορούν να προκύψουν εύκολα αν σκεφτούμε ότι τα, εν λόγω, δημοσιεύματα εντείνουν την κριτική τους ιδιαίτερα ύστερα από την βόμβα της οικονομίας του Dubai και την ανικανότητα της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρίας της χώρας, Dubai World, να αποπληρώσει κρατικά δάνεια μιας δεκαετίας (ίσως… και παραπάνω). Το από πού προήλθαν αυτά τα δάνεια και το ποίας εθνικότητας τράπεζες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με το Dubai, είναι εύκολο, να το καταλάβει κανείς…
Από την άλλη τώρα, στην Ευρωζώνη, είναι αρκετά γνωστό το γεγονός ότι από τότε που δημιουργήθηκε το ΕΥΡΩ, τείνει χρόνο με τον χρόνο να επισκιάσει τα πιο ακριβά νομίσματα του πλανήτη, την στερλίνα και το δολάριο. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που είχαν προτείνει (μεταξύ αυτών και ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί) την αντικατάσταση του δολαρίου από το ΕΥΡΩ σαν παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγών. Πέρα όμως από αυτό, το γεγονός ότι μια χώρα εκτός ευρωζώνης «νοιάζεται» και «ανησυχεί» για το αν θα επιβιώσει η Ο.Ν.Ε. είναι τουλάχιστον τραγελαφικό. Άλλο ένα επίσης σημαντικό στοιχείο, είναι και το γεγονός ότι σε μια περίοδο όπου μεγάλες οικονομίες, όπως αυτή της Αγγλίας, με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, προσπαθούν να αντλήσουν μεγάλα δανειακά κεφάλαια μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων και έτσι αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό στην δευτερογενή παγκόσμια κεφαλαιαγορά για το ποια χώρα θα επωφεληθεί περισσότερο. Η Ελλάδα μέσω του ομολόγου 10-ετούς διάρκειας, προσπαθεί να χρηματοδοτήσει ένα τεράστιο έλλειμμα (περίπου 13% του Α.Ε.Π.) και ένα ακόμα πιο τεράστιο δημόσιο χρέος (περίπου της τάξης του 125% του Α.Ε.Π.) έχοντας απέναντί της χώρες που δανείζονται με πολύ καλύτερους όρους είτε από το I.M.F. είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εμφανίζονται περισσότερο αξιόπιστες πιστοληπτικά. Αυτό σε συνδυασμό με τον μέχρι τώρα καλπασμό του ΕΥΡΩ έναντι της στερλίνας και του δολαρίου καθώς και του σκανδάλου του Dubai, αποτέλεσε και τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν την Αγγλία και τους Financial Times σε αυτή την «γκρίζα» διαφήμιση. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες, τον τελευταίο καιρό, ενός μπαράζ αρνητικών δημοσιευμάτων, που αποτέλεσμα είχαν να εντείνουν ακόμα περισσότερο την ήδη διαταραγμένη εμπιστοσύνη ξένων θεσμικών επενδυτών ως προς τα ελληνικά ομόλογα και που έχει φυσικά σαν σκοπό (είναι προφανές πλέον) να χτυπήσει την ζώνη του ΕΥΡΩ χρησιμοποιώντας σαν όπλο τον πιο αδύναμο κρίκο της, την Ελλάδα. Διότι ας μην γελιόμαστε, περί αυτού πρόκειται ειδικά όταν υπάρχουν χώρες μέσα στην ευρωζώνη όπως Ιταλία και Ισπανία με δημόσιο χρέος 117% και 66% του Α.Ε.Π..
Από την πλευρά της Ελλάδας, τώρα, παρατηρείται μια αδράνεια απέναντι στην αρνητική δημοσιότητα που έχει πάρει το ζήτημα σχετικά με τα δημοσιονομικά μας. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντέδρασε, έστω και χλιαρά μέσω του Υπουργού Οικονομικών Κου Παππακωνσταντινού, αφού τα spreads των ελληνικών ομολόγων είχαν φτάσει στις +3.5% μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού ομολόγου και αφού είχαν προηγηθεί 2 υποβαθμίσεις της Ελληνικής Οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s και Fitch. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να πάμε στην σύνοδο του ECOFIN τον Γενάρη με σκοπό να πείσουμε τους ευρωπαίους εταίρους μας ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να χρεοκοπήσουμε αλλά και ζητιανέψουμε για βοήθεια. Τα πράγματα φυσικά έγιναν ακόμα πιο δυσμενή για την χώρα μας, όταν αποκαλύφθηκε ότι τα στοιχεία που έδωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος ήταν πέρα για πέρα πλασματικά. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο, η δυσπιστία έγινε οργή και τα spreads εκτινάχθηκαν στις +10% μονάδες βάσης . Ποια η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης; Αδράνεια. Σαφώς και θα έπρεπε να πούμε την αλήθεια, σαφώς και θα έπρεπε να παρουσιάσουμε τα πραγματικά νούμερα αλλά με τίποτα δεν θα έπρεπε να αφήσουμε δημοσιεύματα ισχυρών εφημερίδων του εξωτερικού να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα απέναντι στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιβιώσει μέσα από την κρίση. Η υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, αποτελεί την κύρια βάση πάνω στην οποία ξεκινά η προσπάθεια βελτίωσης της οικονομίας μας και αυτό θα έπρεπε να ήταν το κύριο μέλημα της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι το να κατακεραυνώνει την οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης στην Κομισιόν . Εντούτοις είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να εφαρμόζει την οικονομική πολιτική που έπρεπε να εφαρμόζεται εδώ καιρό σε περίοδο μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ύφεσης και κατά συνέπεια φαίνεται, έστω και ελάχιστα, να έχει ανταπόκριση αυτό στην δευτερογενή αγορά ομολογιακών τίτλων με μικρή αύξηση στην ζήτηση ελληνικών κρατικών τίτλων 10-ετούς διάρκειας.
Όσο αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την στάση της απέναντι στο όλο θέμα, ήταν μάλλον παράξενη η στάση της, υπό το πρίσμα ότι ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης απειλείται με χρεοκοπία και δέχεται βολές από μια χώρα που έχει σαν σκοπό να αποδυναμώσει το ΕΥΡΩ στην παγκόσμια οικονομία. Και τίθενται και εδώ τα εξής ερωτήματα: η Κομισιόν περίμενε να περάσουν 9 χρόνια για να καταλάβει ότι η Ελλάδα μπήκε με μαγειρεμένα νούμερα στην ευρωζώνη; Όταν το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή με την περίφημη απογραφή της ελληνική οικονομίας εμφάνιζε έλλειμμα πάνω από το 3% του Α.Ε.Π., γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκέστηκε μόνο σε ένα καθεστώς ήπιας επιτήρησης; Πού ήταν τότε οι Financial Times ή οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης; Το, εν λόγω, θέμα είχε περάσει απαρατήρητο τότε από τον διεθνή τύπο και το θέμα είναι τι άλλαξε από τότε και τώρα έχουμε οδηγηθεί σε ένα κλίμα έντονης ανασφάλειας και εχθρότητας; Μα φυσικά η κρίση. Όχι όμως έτσι όπως την εννοούμε αλλά υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού για την εύρεση δανειακών κεφαλαίων. Γιατί περί αυτού πρόκειται πλέον, για μία κρίση εύρεσης δανειακών κεφαλαίων για την κάλυψη ελλειμματικών κενών στους κρατικούς προϋπολογισμούς των διαφόρων κρατών. Η στάση της Κομισιόν είναι τουλάχιστον απαράδεκτη όσο αφορά την στάση της απέναντι στα δημοσιεύματα των Financial Times και σχετικά με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδος. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα μέλος και κοινοτικός εταίρος να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας και η Ο.Ν.Ε. να αρνείται να δώσει χέρι βοηθείας. Ποιος λόγος και η ύπαρξη τελικά μιας νομισματικής ένωσης όπως η Ο.Ν.Ε.; Η στάση της Κομισιόν θα έπρεπε από την αρχή αυτή της ιστορίας να είναι αφενός μεν καθησυχαστική απέναντι στα άλλα κράτη μέλη και αφετέρου υποστηρικτική απέναντι στην ελληνική προσπάθεια καταπολέμησης του ελλείμματος αλλά και ταυτόχρονα με άγρυπνο βλέμμα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά κενά.
Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική της Ελλάδος τα τελευταία 10 χρόνια ήταν ανεπαρκής είναι ευρέως αποδεκτό και καθόλου αμφισβητήσιμο. Από την άλλη όμως ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, ειδικά μετά την μεταπολίτευση και την δεκαετία του 1980, υιοθέτησε την κευνσιανή άποψη, ότι οικονομική μεγέθυνση επιτυγχάνεται μέσω της πρόσκαιρης δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό, θεωρία που ασπαζόταν και ο Άγγλο-Αμερικανικός άξονας. Από την στιγμή όμως που υπεισέρχεται σε μια ένωση όπου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο πνεύμα του μονεταρισμού και στην ύπαρξη μίας ενιαίας τράπεζας – ρυθμιστή που επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία και ανύπαρκτη εγχώρια νομισματική πολιτική, τότε καταφεύγοντας σε προσωρινές λύσεις για το έλλειμμα, το μόνο που καταφέρνει είναι απλώς να επιμηκύνει, μελλοντικά, την έκρηξη του δημοσίου χρέους. Και αυτό αποτελεί μια πολιτική που πολλά κράτη της ευρωζώνης πλήρωσαν ακριβά (π.χ. η Ιταλία με επίπεδα πληθωρισμού διπλάσια από εκείνα της Ελλάδας) και που πληρώνουν ακόμα πιο ακριβά τώρα. Στην όλη υπόθεση έρχεται και η πίεση των διεθνών μέσων ενημέρωσης που, εξυπηρετώντας συμφέροντα, προβαίνουν σε ένα πόλεμο αρνητικών σχολίων σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας με απώτερο σκοπό να αποστρέψουν τα βλέμματα των ξένων θεσμικών επενδυτών από την αγορά των ελληνικών ομολόγων. Τελικά το αποτέλεσμα της όλης ιστορίας είναι ότι η Ελλάδα μπήκε σε ένα μακροοικονομικό debate με άλλες χώρες προκειμένου η καθεμία να κερδίσει, εν τέλει την εμπιστοσύνη – ψήφο – λεφτά, του εκάστοτε θεσμικού επενδυτή και να βρει έτσι διέξοδο από το τεράστιο δημόσιο χρέος και από την κρίση.
(Πηγή εικόνων "Ναυτεμπορική")
Περιοδικό Economist (01/01/2010)
Τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί μία έντονη κριτική γύρω από την οικονομική πολιτική της Ελλάδας και το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στα στάνταρ της Ο.Ν.Ε.. Μιλάμε φυσικά για την περιβόητη εφημερίδα των Financial Times που τον τελευταίο καιρό, έχει επιδοθεί σε μια ανελέητη κριτική απέναντι στην ελληνική οικονομία και κυρίως στην ικανότητά της να επιβιώσει μέσα στην Ο.Ν.Ε.. Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι, ποια συμφέροντα κρύβονται πίσω από την όλη συζήτηση και ποία η θέση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με όλες αυτές τις κατηγορίες; Γιατί για άλλη μια φορά η αδράνεια απέναντι σε αυτά τα δημοσιεύματα είναι η άριστη λύση για την κυβέρνηση; Και, τέλος, ποία η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε αυτό τον πόλεμο σχολίων απέναντι στην Ελλάδα;
Ας τα πιάσουμε όμως με την σειρά. Φυσικά, είναι γνωστό ότι ποτέ η Αγγλική κυβέρνηση και γενικότερα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχαν καλούς δεσμούς, οικονομικής φύσεως τουλάχιστον, με την Ελλάδα οπότε, εκ πρώτης όψεως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια πρωτοκλασάτη οικονομική εφημερίδα της Αγγλίας επιδίδεται σε μια σωρεία αρνητικών δημοσιευμάτων, σχετικά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας αλλά και με την χάραξη της εθνική μας οικονομικής πολιτικής. Ούτε έκπληξη αποτελεί και ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο γίνεται ο πόλεμος αυτός και πιο συγκεκριμένα κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Να σημειώσουμε εδώ, φυσικά, ότι η Αγγλία όχι μόνο δεν αποτελεί κοινοτικό εταίρο στην ευρωζώνη, αλλά αποτελεί και έναν από του πιο ισχυρούς πολέμιους του ΕΥΡΩ. Τα συμφέροντα λοιπόν που εξυπηρετούνται εδώ, μπορούν να προκύψουν εύκολα αν σκεφτούμε ότι τα, εν λόγω, δημοσιεύματα εντείνουν την κριτική τους ιδιαίτερα ύστερα από την βόμβα της οικονομίας του Dubai και την ανικανότητα της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρίας της χώρας, Dubai World, να αποπληρώσει κρατικά δάνεια μιας δεκαετίας (ίσως… και παραπάνω). Το από πού προήλθαν αυτά τα δάνεια και το ποίας εθνικότητας τράπεζες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με το Dubai, είναι εύκολο, να το καταλάβει κανείς…
Από την άλλη τώρα, στην Ευρωζώνη, είναι αρκετά γνωστό το γεγονός ότι από τότε που δημιουργήθηκε το ΕΥΡΩ, τείνει χρόνο με τον χρόνο να επισκιάσει τα πιο ακριβά νομίσματα του πλανήτη, την στερλίνα και το δολάριο. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που είχαν προτείνει (μεταξύ αυτών και ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί) την αντικατάσταση του δολαρίου από το ΕΥΡΩ σαν παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγών. Πέρα όμως από αυτό, το γεγονός ότι μια χώρα εκτός ευρωζώνης «νοιάζεται» και «ανησυχεί» για το αν θα επιβιώσει η Ο.Ν.Ε. είναι τουλάχιστον τραγελαφικό. Άλλο ένα επίσης σημαντικό στοιχείο, είναι και το γεγονός ότι σε μια περίοδο όπου μεγάλες οικονομίες, όπως αυτή της Αγγλίας, με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, προσπαθούν να αντλήσουν μεγάλα δανειακά κεφάλαια μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων και έτσι αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό στην δευτερογενή παγκόσμια κεφαλαιαγορά για το ποια χώρα θα επωφεληθεί περισσότερο. Η Ελλάδα μέσω του ομολόγου 10-ετούς διάρκειας, προσπαθεί να χρηματοδοτήσει ένα τεράστιο έλλειμμα (περίπου 13% του Α.Ε.Π.) και ένα ακόμα πιο τεράστιο δημόσιο χρέος (περίπου της τάξης του 125% του Α.Ε.Π.) έχοντας απέναντί της χώρες που δανείζονται με πολύ καλύτερους όρους είτε από το I.M.F. είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εμφανίζονται περισσότερο αξιόπιστες πιστοληπτικά. Αυτό σε συνδυασμό με τον μέχρι τώρα καλπασμό του ΕΥΡΩ έναντι της στερλίνας και του δολαρίου καθώς και του σκανδάλου του Dubai, αποτέλεσε και τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν την Αγγλία και τους Financial Times σε αυτή την «γκρίζα» διαφήμιση. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες, τον τελευταίο καιρό, ενός μπαράζ αρνητικών δημοσιευμάτων, που αποτέλεσμα είχαν να εντείνουν ακόμα περισσότερο την ήδη διαταραγμένη εμπιστοσύνη ξένων θεσμικών επενδυτών ως προς τα ελληνικά ομόλογα και που έχει φυσικά σαν σκοπό (είναι προφανές πλέον) να χτυπήσει την ζώνη του ΕΥΡΩ χρησιμοποιώντας σαν όπλο τον πιο αδύναμο κρίκο της, την Ελλάδα. Διότι ας μην γελιόμαστε, περί αυτού πρόκειται ειδικά όταν υπάρχουν χώρες μέσα στην ευρωζώνη όπως Ιταλία και Ισπανία με δημόσιο χρέος 117% και 66% του Α.Ε.Π..
Από την πλευρά της Ελλάδας, τώρα, παρατηρείται μια αδράνεια απέναντι στην αρνητική δημοσιότητα που έχει πάρει το ζήτημα σχετικά με τα δημοσιονομικά μας. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντέδρασε, έστω και χλιαρά μέσω του Υπουργού Οικονομικών Κου Παππακωνσταντινού, αφού τα spreads των ελληνικών ομολόγων είχαν φτάσει στις +3.5% μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού ομολόγου και αφού είχαν προηγηθεί 2 υποβαθμίσεις της Ελληνικής Οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s και Fitch. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να πάμε στην σύνοδο του ECOFIN τον Γενάρη με σκοπό να πείσουμε τους ευρωπαίους εταίρους μας ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να χρεοκοπήσουμε αλλά και ζητιανέψουμε για βοήθεια. Τα πράγματα φυσικά έγιναν ακόμα πιο δυσμενή για την χώρα μας, όταν αποκαλύφθηκε ότι τα στοιχεία που έδωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος ήταν πέρα για πέρα πλασματικά. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο, η δυσπιστία έγινε οργή και τα spreads εκτινάχθηκαν στις +10% μονάδες βάσης . Ποια η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης; Αδράνεια. Σαφώς και θα έπρεπε να πούμε την αλήθεια, σαφώς και θα έπρεπε να παρουσιάσουμε τα πραγματικά νούμερα αλλά με τίποτα δεν θα έπρεπε να αφήσουμε δημοσιεύματα ισχυρών εφημερίδων του εξωτερικού να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα απέναντι στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιβιώσει μέσα από την κρίση. Η υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, αποτελεί την κύρια βάση πάνω στην οποία ξεκινά η προσπάθεια βελτίωσης της οικονομίας μας και αυτό θα έπρεπε να ήταν το κύριο μέλημα της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι το να κατακεραυνώνει την οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης στην Κομισιόν . Εντούτοις είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να εφαρμόζει την οικονομική πολιτική που έπρεπε να εφαρμόζεται εδώ καιρό σε περίοδο μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ύφεσης και κατά συνέπεια φαίνεται, έστω και ελάχιστα, να έχει ανταπόκριση αυτό στην δευτερογενή αγορά ομολογιακών τίτλων με μικρή αύξηση στην ζήτηση ελληνικών κρατικών τίτλων 10-ετούς διάρκειας.
Όσο αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την στάση της απέναντι στο όλο θέμα, ήταν μάλλον παράξενη η στάση της, υπό το πρίσμα ότι ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης απειλείται με χρεοκοπία και δέχεται βολές από μια χώρα που έχει σαν σκοπό να αποδυναμώσει το ΕΥΡΩ στην παγκόσμια οικονομία. Και τίθενται και εδώ τα εξής ερωτήματα: η Κομισιόν περίμενε να περάσουν 9 χρόνια για να καταλάβει ότι η Ελλάδα μπήκε με μαγειρεμένα νούμερα στην ευρωζώνη; Όταν το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή με την περίφημη απογραφή της ελληνική οικονομίας εμφάνιζε έλλειμμα πάνω από το 3% του Α.Ε.Π., γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκέστηκε μόνο σε ένα καθεστώς ήπιας επιτήρησης; Πού ήταν τότε οι Financial Times ή οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης; Το, εν λόγω, θέμα είχε περάσει απαρατήρητο τότε από τον διεθνή τύπο και το θέμα είναι τι άλλαξε από τότε και τώρα έχουμε οδηγηθεί σε ένα κλίμα έντονης ανασφάλειας και εχθρότητας; Μα φυσικά η κρίση. Όχι όμως έτσι όπως την εννοούμε αλλά υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού για την εύρεση δανειακών κεφαλαίων. Γιατί περί αυτού πρόκειται πλέον, για μία κρίση εύρεσης δανειακών κεφαλαίων για την κάλυψη ελλειμματικών κενών στους κρατικούς προϋπολογισμούς των διαφόρων κρατών. Η στάση της Κομισιόν είναι τουλάχιστον απαράδεκτη όσο αφορά την στάση της απέναντι στα δημοσιεύματα των Financial Times και σχετικά με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδος. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα μέλος και κοινοτικός εταίρος να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας και η Ο.Ν.Ε. να αρνείται να δώσει χέρι βοηθείας. Ποιος λόγος και η ύπαρξη τελικά μιας νομισματικής ένωσης όπως η Ο.Ν.Ε.; Η στάση της Κομισιόν θα έπρεπε από την αρχή αυτή της ιστορίας να είναι αφενός μεν καθησυχαστική απέναντι στα άλλα κράτη μέλη και αφετέρου υποστηρικτική απέναντι στην ελληνική προσπάθεια καταπολέμησης του ελλείμματος αλλά και ταυτόχρονα με άγρυπνο βλέμμα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά κενά.
Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική της Ελλάδος τα τελευταία 10 χρόνια ήταν ανεπαρκής είναι ευρέως αποδεκτό και καθόλου αμφισβητήσιμο. Από την άλλη όμως ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, ειδικά μετά την μεταπολίτευση και την δεκαετία του 1980, υιοθέτησε την κευνσιανή άποψη, ότι οικονομική μεγέθυνση επιτυγχάνεται μέσω της πρόσκαιρης δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό, θεωρία που ασπαζόταν και ο Άγγλο-Αμερικανικός άξονας. Από την στιγμή όμως που υπεισέρχεται σε μια ένωση όπου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο πνεύμα του μονεταρισμού και στην ύπαρξη μίας ενιαίας τράπεζας – ρυθμιστή που επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία και ανύπαρκτη εγχώρια νομισματική πολιτική, τότε καταφεύγοντας σε προσωρινές λύσεις για το έλλειμμα, το μόνο που καταφέρνει είναι απλώς να επιμηκύνει, μελλοντικά, την έκρηξη του δημοσίου χρέους. Και αυτό αποτελεί μια πολιτική που πολλά κράτη της ευρωζώνης πλήρωσαν ακριβά (π.χ. η Ιταλία με επίπεδα πληθωρισμού διπλάσια από εκείνα της Ελλάδας) και που πληρώνουν ακόμα πιο ακριβά τώρα. Στην όλη υπόθεση έρχεται και η πίεση των διεθνών μέσων ενημέρωσης που, εξυπηρετώντας συμφέροντα, προβαίνουν σε ένα πόλεμο αρνητικών σχολίων σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας με απώτερο σκοπό να αποστρέψουν τα βλέμματα των ξένων θεσμικών επενδυτών από την αγορά των ελληνικών ομολόγων. Τελικά το αποτέλεσμα της όλης ιστορίας είναι ότι η Ελλάδα μπήκε σε ένα μακροοικονομικό debate με άλλες χώρες προκειμένου η καθεμία να κερδίσει, εν τέλει την εμπιστοσύνη – ψήφο – λεφτά, του εκάστοτε θεσμικού επενδυτή και να βρει έτσι διέξοδο από το τεράστιο δημόσιο χρέος και από την κρίση.
(Πηγή εικόνων "Ναυτεμπορική")
Σαν να έχεις δίκιο...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_05/02/2010_322330
Τελικά απ' ότι φαίνεται η Ε.Ε. έβαλε έτσω και καθυστερημένα μυαλό. Ήδη δόθηκε το οκ απο πλευράς Γερμανίας για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Ακόμα καλύτερα τα sreads υποχώρησαν (-49 μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού bund) αρκετά μετά και τις επίσημες δηλώσεις της Καγκελαρίου Μερκελ. Ας ελπίσουμε για το καλύτερο...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1776412