Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΣΗ & ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

"Τα έθνη, με μια ανεκτή ανάπτυξη όσον αφορά την ικανότητα, την επιδεξιότητα και την ευφυΐα με τις οποίες εφαρμόζεται η εργασία, έχουν ακολουθήσει πολύ διαφορετικές μεθόδους διαχείρισης και διεύθυνσης της, οι οποίες δεν ευνόησαν εξίσου τη μεγέθυνση του προϊόντος της"
Adam Smith - "Έρευνα για την Φύση & Αίτια του Πλούτου των Εθνών" (1776)

Κάπως έτσι θα ήταν σήμερα ο τίτλος του μνημειώδους συγγράμματος του Adam Smith παρακολουθώντας την επικαιρότητα γύρω από την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Το γεγονός ότι έχουμε καταφέρει να ταυτιστούμε με αντίστοιχες οικονομίες της εποχής εκείνης, οφείλεται κυρίως στο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα κατά βάση γεωργική χωρίς όμως να εστιάζει (τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια) σε έναν τομέα που, όχι μόνο θα της έδινε θετικό εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Άλλος ένας τέτοιος τομέας, φυσικά, είναι και ο τουρισμός. Από πολλούς μάλιστα, αναφέρεται και ως η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας - μια βαριά βιομηχανία με επενδύσεις όμως κατηγορίας πούπουλου. Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το εξής ερώτημα: γιατί μια χώρα με προοπτικές και έντονο πρωτογενή πλούτο εστιάζει σε πολιτικές και μεθόδους ζημιογόνες για την οικονομία της; Ας δούμε το γιατί χρησιμοποιώντας απλά οικονομικά.

Αν και οι πολιτικές που ακλουθεί και ακολουθούσε, κατά το παρελθόν, η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν ανέκαθεν για την ανάπτυξη του τριτογενή τομέα παρά για τον πρωτογενή, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί έντονα η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών. Και αυτό διότι, η γεωργία έχει συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο, η αστυφιλία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και το φαινόμενο της διαφθοράς έχει μπει για τα καλά, πλέον, στο DNA του έλληνα. Η αστυφιλία είναι και η βασική αιτία συρρίκνωσης της γεωργίας και υπερμγένθυνσης του τριτογενή τομέα στην Ελλάδα. Η έλλειψη βασικών πολιτικών που θα δημιουργούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο ύπαιθρο καθώς και αποτελεσματικότερων επιδοτήσεων - επενδύσεων που θα συνέβαλαν στην μεγέθυνση του αγροτικού προϊόντος, οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο να στραφούν στα αστικά κέντρα και να απορροφηθούν σε θέσεις δημοσίων υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο πλέον, ο δημόσιος τομέας (ο κατεξοχήν κορμός του τριτογενή τομέα στην Ελλάδα) να διογκώνεται δυσανάλογα με τις αντοχές και τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, οδηγώντας σε αύξηση των κρατικών δαπανών που πολλές φορές υπέρβαιναν και τις αντίστοιχες ωφέλιμες κρατικές δαπάνες σε δημόσια έργα και προγράμματα. Η φορολογία, όντως το μοναδικό δημοσιονομικό εργαλείο της χώρας, έγινε ακόμα πιο βαριά γεγονός που οδήγησε, αλυσιδωτά, τις επιχειρήσεις να παράγουν λιγότερο και να πωλούν ακριβότερα μιας και το οριακό έσοδο μειωνόταν αισθητά χρόνο με τον χρόνο. Αποτέλεσμα; Πληθωρισμός. Και μάλιστα σε ανεξέλεγκτα επίπεδα γεγονός που οδηγούσε σε αύξηση του Α.Ε.Π. σε ονομαστικούς όρους και σε μείωση του σε πραγματικούς. Έτσι καταφέραμε και παρουσιάσουμε, έστω και για κάποια χρόνια, μία εικόνα ψεύτικης ανάπτυξης η οποία και κορυφώθηκε με την κρίση του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999 και πιο πριν με τις απανωτές υποτιμήσεις της δραχμής.

Οι οικονομικές θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς ήταν κυρίως στο φάσμα της ανατροπής της κλασσικής θεωρίας. Λόγια όπως, ελεύθερη αγορά ή αποκρατικοποιήσεις ή γεωργική ανάπτυξη ήταν εντελώς εχθρικές στην Ελλάδα. Από το 1980 και μετά η Ελλάδα μέσω, κυρίως, της Κυβέρνησης του Παπανδρέου ασπαζόταν την σκληροπυρηνική πλευρά της κευνσιανής θεωρίας που έλεγε ότι, ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μέσω της πρόσκαιρης δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό. Αυτό θεωρητικά είναι σωστό και βάσιμο αλλά, προφανώς, όταν ο Κευνς ανέπτυσσε την εν λόγω θεωρία, αναφέρονταν στο ότι τα ελλείμματα τα δημιουργούμε, πρόσκαιρα, προκειμένου να επενδύσουμε λεφτά σε τομείς όπου μπορούν, παραγωγικά, να μας αποφέρουν σε απόδοση το ποσό της επένδυσης και έτσι μακροχρόνια να καλυφτούν τα όποια δημοσιονομικά κενά. Σε καμία περίπτωση δεν έγινε αυτό. Τα λεφτά επενδύονταν σε δημιουργία δημοσίων θέσεων εργασίας που, ναι μεν έδιναν εισόδημα αλλά ταυτόχρονα επιβάρυναν με φόρους επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και την γεωργία (τα ποσά των επιδοτήσεων χρόνο με τον χρόνο μειώθηκαν - κλασσικό παράδειγμα της επιδότησης της σταφίδας) με αποτέλεσμα τα αγαθά που προσέφεραν στην αγορά να μειώνονται και σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για κατανάλωση να οδηγούμαστε σε έλλειμμα αγαθών και τελικώς πληθωρισμό. Εδώ εισέρχεται και η ανεργία η οποία αυξάνεται από την στιγμή που, με μεγαλύτερα λειτουργικά έξοδα στις επιχειρήσεις και μικρότερα περιθώρια κέρδους άρχιζαν οι μαζικές απολύσεις. Παράλληλα με τις αυξημένες δαπάνες του κράτους σε αναποτελεσματικούς τομείς και σε συνδυασμό με την κακοδιαχείριση των ΔΕΚΟ επιβάρυνε την αγορά και οδήγησε σε αύξηση των επιτοκίων και τελικώς σε μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων (το λεγόμενο crowding-out effect). Για να συνεχίσει αυτό το φαινόμενο του ντόμινο και σε επίπεδο πλέον μακροοικονομικό. Μείωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές > εξαγωγές), ονομαστική μόνο αύξηση του Α.Ε.Π. και τελικώς, ένα διογκωμένο δημόσιο χρέος και έλλειμμα

Η γεωργία και ο τουρισμός θα μπορούσαν κάλλιστα να αναστρέψουν αυτό το κλίμα εάν και εφόσον δίδονταν οι επιδοτήσεις μέσα από ένα αυστηρότερο νομοθετικό και λειτουργικό πλαίσιο. Για να το θέσω πιο απλά, εάν οι χιλιάδες αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου έκαναν σωστά την δουλειά τους (με την έννοια ότι συμβάλουν με την εργασία τους στο Α.Ε.Π. και δεν γραφειοκρατούν) τότε και οι επιδοτήσεις θα είχαν αποτέλεσμα και το γεωργικό προϊόν θα ήταν αρκετό για να υπερκεράσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο και στον προϋπολογισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον τουρισμό, χρηματοδοτήσεις για σεμινάρια σε νέες τεχνικές και πολιτικές τουρισμού, αυστηρότερη επίβλεψη των στάνταρ των διαφόρων ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας, ελκυστικότερα κίνητρα για ανάπτυξη τουριστικής δραστηριότητας και πολλά άλλα θα μπορούσαν να αποτελέσουν εργαλεία για μία αποτελεσματικότερη οικονομική πολιτική. Γεωργικές μονάδες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν αντίστοιχες του εξωτερικού καθώς και τυποποίηση των γεωργικών προϊόντων θα έπρεπε να είναι ο βασικός άξονας της οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας. Επίσης η ανωτατοποίηση των τουριστικών επαγγελμάτων θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό καθώς και η εξυγίανση των τουριστικών μονάδων της χώρας θα έπρεπε να είχε δρομολογηθεί μιας και η "πιο βάριά βιομηχανία" της Ελλάδος, ο τουρισμός, θα έπρεπε να στελεχώνεται από άτομα που γνωρίζουν να προσφέρουν υπηρεσίες ποιότητας στον τουρίστα (εξίσωση του λεγόμενου price - value) και όχι στο να αποσκοπούν στην οικονομική εκμετάλλευση του μέσω "φτηνών" μεθόδων προώθησης. Όλα αυτά θα έπρεπε να γίνουν προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε άλλες χώρες και παράλληλα το απόλυτο πλεονέκτημα με το να επικεντρωθεί στην παραγωγή και προώθηση των τομέων εκείνων της οικονομίας που έχουν τον περισσότερο ανεκμετάλλευτο πλούτο. Η Ελλάδα δεν θέλει γεωπόνους - δημοσίους υπαλλήλους που να δίνουν συμβουλές της μίας χρονιάς σε αγρότες, δεν θέλει μαγαζάτορες που να πλασάρουν τον μπακαλιάρο σαν σολομό, δεν θέλει δημοσίους υπαλλήλους που να πληρώνονται μόνο για να βάζουν σφραγίδες και τέλος δεν θέλει διεφθαρμένους πολιτικούς που να καθορίζουν το τί είναι κερδοφόρο για τους ίδιους και όχι για την χώρα.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα κατεξοχήν αγροτική και τουριστική. Αυτό σημαίνει ότι έχει πλεονέκτημα απέναντι σε άλλες χώρες, να προσφέρει κάτι διαφορετικό και ποιοτικό που να της αποφέρει κεφάλαια και ανάπτυξη. Το γεγονός ότι τα 2 τελευταία χρόνια η οικονομία μας αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας δεν οφείλεται στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (έτσι και αλλιώς από το 2001 και μετά η Ελλάδα πάντα είχε κρίση - πληθωρισμός, ανεργία, ελλείμματα, δημόσιο χρέος) αλλά στο ότι έχουμε επικεντρώσει την προσοχή μας στην ανάπτυξη ενός δημόσιο τομέα και ενός συγκεκριμένου κύκλου εργασιών που το μόνο που κάνει είναι να κατασπαταλά το δημόσιο χρήμα, να διογκώνει το δημόσιο έλλειμμα και χρέος, να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα επίπεδα των spreads και τελικώς να επιμηκύνει το ενδεχόμενο του έγκαιρου δανεισμού. Όλα αυτά δείχνουν ότι η φτώχεια στην Ελλάδα είναι πραγματική και όχι τεχνιτή και ότι η διόγκωση του δημόσιου τομέα και ο παραγκωνισμός όλων των άλλων αποτελούν, τελικώς τα αίτια της φτώχειας της Ελλάδος.

(Πηγή εικόνων "Ναυτεμπορική")

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΟΜΟΛΟΓΟ

«Μπροστά σε ένα πρωτόγνωρο για την ευρωζώνη φαινόμενο, γίναμε πειραματόζωο σε μία μάχη της Ευρώπης και των διεθνών αγορών... Η Ε.Ε. έδωσε την πολιτική και θεσμική της στήριξή. Στη μάχη απέναντι στην ψυχολογία της αγοράς υπήρξε το λιγότερο άτολμη»
Απο τον λόγο του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο 12/02/2010

Τελικά από ότι φαίνεται το σήριαλ με την χρηματοδότηση της Ελλάδας καλά κρατεί. Συνεχίζουμε να βλέπουμε μια πρωτοφανή αδράνεια από την Ε. Ε. καθώς πληθαίνουν οι φωνές που θέλουν την Ελλάδα, τελικώς, να εισπράττει οικονομική βοήθεια από το I.M.F.. Και ενώ, παράλληλα, με την συνεχή πτώση του ευρώ (υποχώρησε στα 1,3563$ με άνοιγμα στα 1,3691$) συνεχίζονται και οι αιχμές, από εξω-κοινοτικά ΜΜΕ, για ασταθές οικονομικό τοπίο στην ευρωπαϊκή κεφαιλαιγορά και έτσι να δημιουργείται ένα κλίμα έντονης ανησυχίας Τελικώς το ελληνικό 10-ατές ομόλογο αρχίζει να χάνεται ξανά, καθώς η κατρακύλα ξανάρχισε με αύξηση των spreads στις 275 μονάδες βάσης (πριν από 3 μέρες είχαν υποχωρήσει στις 271 μ. β. έναντι του γερμανικού bund) και μάλλον θα χρειαστούμε την βοήθεια του Ρόμπερτ Λάγκτον (τον ήρωα από τα βιβλία του Dan Brown) προκειμένου να το ξαναφέρουμε στο φως των θεσμικών επενδυτών.

Από την μία, φυσικά, είναι και κάπως κατανοητή η απροθυμία των χωρών μελών της Ε. Ε. να χρηματοδοτήσουν την προσπάθεια της Ελλάδας, καθώς τα λεφτά που θα δοθούν πρέπει να τα πληρώσουν οι φορολογούμενοι της εκάστοτε χώρας. Αυτό θα αποτελούσε μεγάλο πολιτικό κόστος για κυβερνήσεις ασταθείς, όπως εκείνη της Γερμανίας ή της Γαλλίας. Από την άλλη όμως η Ε. Ε. έχει χρέος, όχι απαραίτητα απέναντι στην Ελλάδα, να προστατέψει το ΕΥΡΩ, που δέχεται τεράστια κερδοσκοπική επίθεση τις τελευταίες μέρες και έχει σαν αποτέλεσμα την κατρακύλα του έναντι του δολαρίου. Αυτός φυσικά είναι και ο σκοπός της νομισματικής ένωσης, όπως η Ο.Ν.Ε., να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να θωρακίσει το νόμισμα αλλά και να το κάνει ανταγωνιστικό στην παγκόσμια αγορά συναλλάγματος Όμως φαίνεται πως η λέξη, ορθολογικότητα (πάνω στην οποία βασίζεται η οικονομική επιστήμη) λείπει από το λεξιλόγιο των Ευρωπαίων Επιτρόπων, αφού δεν είναι δυνατόν να βλέπουν το νόμισμα να δέχεται πιέσεις και μια χώρα, κράτος μέλος, να κινδυνεύει με πτώχευση και να εξακολουθούν να μπαίνουν σε ένα debate ζητήσεων για το αν θα πρέπει να στηρίξουν το ελληνικό ομόλογο. Γίνονται ακόμα και κουβέντες του τύπου, να δανειστεί η Ελλάδα από το I.M.F.. Να θυμίσω στους κυρίους επιτρόπους το γεγονός ότι, στο I.M.F. υπάρχει ρήτρα που ορίζει ότι οι Η.Π.Α. έχουν το δικαίωμα για veto σε κάθε έκκληση διεθνούς χρηματοδότησης Έτσι εάν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα απευθύνεται στο I.M.F. τότε υπάρχει μεγάλο ενδεχόμενο να μπει για τα καλά στην Ευρωπαϊκή οικονομία η επίδραση του Αμερικανικού Άξονα. Άρα η λύση του I.M.F. πρέπει να απορριφθεί. Η άλλη λύση που προτείνεται είναι εκείνη του Ευρω-ομολόγου. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να είναι εφικτή και βιώσιμη αφού έτσι θα ισχυροποιούνταν περισσότερο η έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, παράλληλα, θα μείωνε και τα επιμέρους spreads των κρατών μελών. Το θέμα είναι όμως ότι αυτή η πολιτική σίγουρα θα συναντήσει πολλές αντιδράσεις από Ευρωπαίους και μη τραπεζίτες που το μόνο που έχουν στο μυαλό είναι να κερδοσκοπήσουν από το σκαμπανέβασμα των spreads (ήδη πρόταση απόρριψης ενός τέτοιου ομολόγου προήλθε από τον κο Stark κορυφαίο αξιωματούχο της ΕΚΤ). Τελικώς η λύση που απομένει είναι μόνο η συντονισμένη προσπάθεια της Ε. Ε. να χρηματοδοτήσει την Ελλάδα με απώτερο σκοπό πλέον να σώσει και το ΕΥΡΩ.

Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι από το 2001 και μετά η τύχη της Ελλάδας είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι συμβαδίζει με την τυχή της Ε. Ε. και του ΕΥΡΩ. Από την στιγμή που κινδυνεύει με κατάρρευση η χώρα μας το ίδιο συμβαίνει και το ΕΥΡΩ. Αν έχουν "θυμώσει" τόσο πολύ οι Ευρωπαίοι εταίροι μας με την κατάσταση αυτή, τότε καλά θα κάνουν να υποχωρήσουν προς το παρόν και να κάτσουν να σκεφτούν ώριμα και πάνω απ όλα ψύχραιμα. Πρέπει να ενισχυθεί το "χαμένο" ελληνικό ομόλογο και αφού αντιστραφεί η όλη κατάσταση ας κάτσει σε επίπεδο συνόδου κορυφής να αναθεωρήσει τους κανόνες που θα διέπουν στο μέλλον την Ο.Ν.Ε.. Η Ελλάδα μπορεί να φέρει τις ευθύνες τις για την άθλια δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας της, αλλά δεν ευθύνεται αποκλειστικά για την κατρακύλα του ΕΥΡΩ (η Ελλάδα αποτελεί το 2,1% της Ευρωπαϊκής Οικονομίας) όμως το γεγονός ότι αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης της δίνει το δικαίωμα να ζητήσει βοήθεια έτσι ώστε να μην φέρει το τελειωτικό κτύπημα στην Ευρωζώνη. Από την άλλη η Ε. Ε. οφείλει να βοηθήσει όπως έκανε και με τις τράπεζες το 2009 (και οι οποίες τώρα στρέφονται ενάντια στο ΕΥΡΩ) και να βρει βιώσιμη λύση, να ενδυναμώσει το ρόλο της Eurostat (για να μην ξαναυπάρξουν πλασματικά στατιστικά στοιχεία) και να ξαναπροσδιορίσει τον ρόλο της και την ταυτότητά της σαν νομισματική ένωση διαφορετικά μαζί με το ομόλογο θα "χαθεί" και το ΕΥΡΩ.

(Πηγή εικόνων "Ναυτεμπορική")

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ DEBATE

«In Greece ouzo and olives have given way to debt and downgrades…»
Περιοδικό Economist (01/01/2010)

Τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί μία έντονη κριτική γύρω από την οικονομική πολιτική της Ελλάδας και το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στα στάνταρ της Ο.Ν.Ε.. Μιλάμε φυσικά για την περιβόητη εφημερίδα των Financial Times που τον τελευταίο καιρό, έχει επιδοθεί σε μια ανελέητη κριτική απέναντι στην ελληνική οικονομία και κυρίως στην ικανότητά της να επιβιώσει μέσα στην Ο.Ν.Ε.. Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι, ποια συμφέροντα κρύβονται πίσω από την όλη συζήτηση και ποία η θέση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με όλες αυτές τις κατηγορίες; Γιατί για άλλη μια φορά η αδράνεια απέναντι σε αυτά τα δημοσιεύματα είναι η άριστη λύση για την κυβέρνηση; Και, τέλος, ποία η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε αυτό τον πόλεμο σχολίων απέναντι στην Ελλάδα;

Ας τα πιάσουμε όμως με την σειρά. Φυσικά, είναι γνωστό ότι ποτέ η Αγγλική κυβέρνηση και γενικότερα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχαν καλούς δεσμούς, οικονομικής φύσεως τουλάχιστον, με την Ελλάδα οπότε, εκ πρώτης όψεως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια πρωτοκλασάτη οικονομική εφημερίδα της Αγγλίας επιδίδεται σε μια σωρεία αρνητικών δημοσιευμάτων, σχετικά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας αλλά και με την χάραξη της εθνική μας οικονομικής πολιτικής. Ούτε έκπληξη αποτελεί και ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο γίνεται ο πόλεμος αυτός και πιο συγκεκριμένα κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Να σημειώσουμε εδώ, φυσικά, ότι η Αγγλία όχι μόνο δεν αποτελεί κοινοτικό εταίρο στην ευρωζώνη, αλλά αποτελεί και έναν από του πιο ισχυρούς πολέμιους του ΕΥΡΩ. Τα συμφέροντα λοιπόν που εξυπηρετούνται εδώ, μπορούν να προκύψουν εύκολα αν σκεφτούμε ότι τα, εν λόγω, δημοσιεύματα εντείνουν την κριτική τους ιδιαίτερα ύστερα από την βόμβα της οικονομίας του Dubai και την ανικανότητα της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρίας της χώρας, Dubai World, να αποπληρώσει κρατικά δάνεια μιας δεκαετίας (ίσως… και παραπάνω). Το από πού προήλθαν αυτά τα δάνεια και το ποίας εθνικότητας τράπεζες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με το Dubai, είναι εύκολο, να το καταλάβει κανείς…

Από την άλλη τώρα, στην Ευρωζώνη, είναι αρκετά γνωστό το γεγονός ότι από τότε που δημιουργήθηκε το ΕΥΡΩ, τείνει χρόνο με τον χρόνο να επισκιάσει τα πιο ακριβά νομίσματα του πλανήτη, την στερλίνα και το δολάριο. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που είχαν προτείνει (μεταξύ αυτών και ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί) την αντικατάσταση του δολαρίου από το ΕΥΡΩ σαν παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγών. Πέρα όμως από αυτό, το γεγονός ότι μια χώρα εκτός ευρωζώνης «νοιάζεται» και «ανησυχεί» για το αν θα επιβιώσει η Ο.Ν.Ε. είναι τουλάχιστον τραγελαφικό. Άλλο ένα επίσης σημαντικό στοιχείο, είναι και το γεγονός ότι σε μια περίοδο όπου μεγάλες οικονομίες, όπως αυτή της Αγγλίας, με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, προσπαθούν να αντλήσουν μεγάλα δανειακά κεφάλαια μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων και έτσι αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό στην δευτερογενή παγκόσμια κεφαλαιαγορά για το ποια χώρα θα επωφεληθεί περισσότερο. Η Ελλάδα μέσω του ομολόγου 10-ετούς διάρκειας, προσπαθεί να χρηματοδοτήσει ένα τεράστιο έλλειμμα (περίπου 13% του Α.Ε.Π.) και ένα ακόμα πιο τεράστιο δημόσιο χρέος (περίπου της τάξης του 125% του Α.Ε.Π.) έχοντας απέναντί της χώρες που δανείζονται με πολύ καλύτερους όρους είτε από το I.M.F. είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εμφανίζονται περισσότερο αξιόπιστες πιστοληπτικά. Αυτό σε συνδυασμό με τον μέχρι τώρα καλπασμό του ΕΥΡΩ έναντι της στερλίνας και του δολαρίου καθώς και του σκανδάλου του Dubai, αποτέλεσε και τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν την Αγγλία και τους Financial Times σε αυτή την «γκρίζα» διαφήμιση. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες, τον τελευταίο καιρό, ενός μπαράζ αρνητικών δημοσιευμάτων, που αποτέλεσμα είχαν να εντείνουν ακόμα περισσότερο την ήδη διαταραγμένη εμπιστοσύνη ξένων θεσμικών επενδυτών ως προς τα ελληνικά ομόλογα και που έχει φυσικά σαν σκοπό (είναι προφανές πλέον) να χτυπήσει την ζώνη του ΕΥΡΩ χρησιμοποιώντας σαν όπλο τον πιο αδύναμο κρίκο της, την Ελλάδα. Διότι ας μην γελιόμαστε, περί αυτού πρόκειται ειδικά όταν υπάρχουν χώρες μέσα στην ευρωζώνη όπως Ιταλία και Ισπανία με δημόσιο χρέος 117% και 66% του Α.Ε.Π..

Από την πλευρά της Ελλάδας, τώρα, παρατηρείται μια αδράνεια απέναντι στην αρνητική δημοσιότητα που έχει πάρει το ζήτημα σχετικά με τα δημοσιονομικά μας. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντέδρασε, έστω και χλιαρά μέσω του Υπουργού Οικονομικών Κου Παππακωνσταντινού, αφού τα spreads των ελληνικών ομολόγων είχαν φτάσει στις +3.5% μονάδες βάσης έναντι του γερμανικού ομολόγου και αφού είχαν προηγηθεί 2 υποβαθμίσεις της Ελληνικής Οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s και Fitch. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να πάμε στην σύνοδο του ECOFIN τον Γενάρη με σκοπό να πείσουμε τους ευρωπαίους εταίρους μας ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να χρεοκοπήσουμε αλλά και ζητιανέψουμε για βοήθεια. Τα πράγματα φυσικά έγιναν ακόμα πιο δυσμενή για την χώρα μας, όταν αποκαλύφθηκε ότι τα στοιχεία που έδωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία σχετικά με το έλλειμμα και το χρέος ήταν πέρα για πέρα πλασματικά. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο, η δυσπιστία έγινε οργή και τα spreads εκτινάχθηκαν στις +10% μονάδες βάσης . Ποια η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης; Αδράνεια. Σαφώς και θα έπρεπε να πούμε την αλήθεια, σαφώς και θα έπρεπε να παρουσιάσουμε τα πραγματικά νούμερα αλλά με τίποτα δεν θα έπρεπε να αφήσουμε δημοσιεύματα ισχυρών εφημερίδων του εξωτερικού να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα απέναντι στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιβιώσει μέσα από την κρίση. Η υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, αποτελεί την κύρια βάση πάνω στην οποία ξεκινά η προσπάθεια βελτίωσης της οικονομίας μας και αυτό θα έπρεπε να ήταν το κύριο μέλημα της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι το να κατακεραυνώνει την οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης στην Κομισιόν . Εντούτοις είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να εφαρμόζει την οικονομική πολιτική που έπρεπε να εφαρμόζεται εδώ καιρό σε περίοδο μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ύφεσης και κατά συνέπεια φαίνεται, έστω και ελάχιστα, να έχει ανταπόκριση αυτό στην δευτερογενή αγορά ομολογιακών τίτλων με μικρή αύξηση στην ζήτηση ελληνικών κρατικών τίτλων 10-ετούς διάρκειας.

Όσο αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την στάση της απέναντι στο όλο θέμα, ήταν μάλλον παράξενη η στάση της, υπό το πρίσμα ότι ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης απειλείται με χρεοκοπία και δέχεται βολές από μια χώρα που έχει σαν σκοπό να αποδυναμώσει το ΕΥΡΩ στην παγκόσμια οικονομία. Και τίθενται και εδώ τα εξής ερωτήματα: η Κομισιόν περίμενε να περάσουν 9 χρόνια για να καταλάβει ότι η Ελλάδα μπήκε με μαγειρεμένα νούμερα στην ευρωζώνη; Όταν το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή με την περίφημη απογραφή της ελληνική οικονομίας εμφάνιζε έλλειμμα πάνω από το 3% του Α.Ε.Π., γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκέστηκε μόνο σε ένα καθεστώς ήπιας επιτήρησης; Πού ήταν τότε οι Financial Times ή οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης; Το, εν λόγω, θέμα είχε περάσει απαρατήρητο τότε από τον διεθνή τύπο και το θέμα είναι τι άλλαξε από τότε και τώρα έχουμε οδηγηθεί σε ένα κλίμα έντονης ανασφάλειας και εχθρότητας; Μα φυσικά η κρίση. Όχι όμως έτσι όπως την εννοούμε αλλά υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού για την εύρεση δανειακών κεφαλαίων. Γιατί περί αυτού πρόκειται πλέον, για μία κρίση εύρεσης δανειακών κεφαλαίων για την κάλυψη ελλειμματικών κενών στους κρατικούς προϋπολογισμούς των διαφόρων κρατών. Η στάση της Κομισιόν είναι τουλάχιστον απαράδεκτη όσο αφορά την στάση της απέναντι στα δημοσιεύματα των Financial Times και σχετικά με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδος. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα μέλος και κοινοτικός εταίρος να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας και η Ο.Ν.Ε. να αρνείται να δώσει χέρι βοηθείας. Ποιος λόγος και η ύπαρξη τελικά μιας νομισματικής ένωσης όπως η Ο.Ν.Ε.; Η στάση της Κομισιόν θα έπρεπε από την αρχή αυτή της ιστορίας να είναι αφενός μεν καθησυχαστική απέναντι στα άλλα κράτη μέλη και αφετέρου υποστηρικτική απέναντι στην ελληνική προσπάθεια καταπολέμησης του ελλείμματος αλλά και ταυτόχρονα με άγρυπνο βλέμμα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά κενά.

Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική της Ελλάδος τα τελευταία 10 χρόνια ήταν ανεπαρκής είναι ευρέως αποδεκτό και καθόλου αμφισβητήσιμο. Από την άλλη όμως ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, ειδικά μετά την μεταπολίτευση και την δεκαετία του 1980, υιοθέτησε την κευνσιανή άποψη, ότι οικονομική μεγέθυνση επιτυγχάνεται μέσω της πρόσκαιρης δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό, θεωρία που ασπαζόταν και ο Άγγλο-Αμερικανικός άξονας. Από την στιγμή όμως που υπεισέρχεται σε μια ένωση όπου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο πνεύμα του μονεταρισμού και στην ύπαρξη μίας ενιαίας τράπεζας – ρυθμιστή που επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία και ανύπαρκτη εγχώρια νομισματική πολιτική, τότε καταφεύγοντας σε προσωρινές λύσεις για το έλλειμμα, το μόνο που καταφέρνει είναι απλώς να επιμηκύνει, μελλοντικά, την έκρηξη του δημοσίου χρέους. Και αυτό αποτελεί μια πολιτική που πολλά κράτη της ευρωζώνης πλήρωσαν ακριβά (π.χ. η Ιταλία με επίπεδα πληθωρισμού διπλάσια από εκείνα της Ελλάδας) και που πληρώνουν ακόμα πιο ακριβά τώρα. Στην όλη υπόθεση έρχεται και η πίεση των διεθνών μέσων ενημέρωσης που, εξυπηρετώντας συμφέροντα, προβαίνουν σε ένα πόλεμο αρνητικών σχολίων σχετικά με την κατάσταση της οικονομίας με απώτερο σκοπό να αποστρέψουν τα βλέμματα των ξένων θεσμικών επενδυτών από την αγορά των ελληνικών ομολόγων. Τελικά το αποτέλεσμα της όλης ιστορίας είναι ότι η Ελλάδα μπήκε σε ένα μακροοικονομικό debate με άλλες χώρες προκειμένου η καθεμία να κερδίσει, εν τέλει την εμπιστοσύνη – ψήφο – λεφτά, του εκάστοτε θεσμικού επενδυτή και να βρει έτσι διέξοδο από το τεράστιο δημόσιο χρέος και από την κρίση.

(Πηγή εικόνων "Ναυτεμπορική")

Προβολές σελίδας